Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πρῆξις δ' ἥδ' ἰδίη οὐ δήμιος

См. также в других словарях:

  • δήμιος — ο (AM δήμιος, ο [ως ουσ.] Α και δήμιος, ον και δάμιος, ον και δάμιος, ία, ιον) ως ουσ. ο δημόσιος εκτελεστής τής θανατικής ποινής μσν. νεοελλ. αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο βασανιστής νεοελλ. 1. ο φονιάς 2. αυτός που αποφασίζει και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»